σημόθετος: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαθοὶ δὲ ἐγένοντο διὰ τὸ φῦναι ἐξ ἀγαθῶν → they were virtuous because they were sprung from virtuous men, virtuous they were because they were sprung from men of virtue
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σημόθετος:''' дор. [[σαμόθετος|σᾱμόθετος]] 2 (раз)меченный ([[λεία]] Anth.). | |elrutext='''σημόθετος:''' дор. [[σαμόθετος|σᾱμόθετος]] 2 (раз)меченный ([[λεία]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σημό-θετος, ον,<br />having a [[mark]] set or affixed, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:55, 10 January 2019
English (LSJ)
ον, poet. σᾱμο-,
A placed as a mark, AP6.295 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 875] mit einem Zeichen versehen, bezeichnet, πορεία, Phani. 3 (VI, 295).
Greek (Liddell-Scott)
σημόθετος: -ον, ὁ ἔχων σημεῖον ἐπιτεθειμένον ἢ προσκεκολλημένον, «σημαδευμένος», Ἀνθ. Π. 6. 295.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. σαμόθετος, -ον, Α
αυτός που έχει πάνω του τοποθετημένο ή προσκολλημένο σημάδι.
Greek Monotonic
σημόθετος: -ον, αυτός πάνω στον οποίο έχει τεθεί ή κολληθεί ένα σημάδι, σημαδεμένος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
σημόθετος: дор. σᾱμόθετος 2 (раз)меченный (λεία Anth.).
Middle Liddell
σημό-θετος, ον,
having a mark set or affixed, Anth.