ταυρόκερως: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(4b)
(1b)
Line 16: Line 16:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ταυρόκερως:''' ωτος adj. с бычачьими рогами ([[θεός]] Eur.).
|elrutext='''ταυρόκερως:''' ωτος adj. с бычачьими рогами ([[θεός]] Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ταυρό-κερως, ωτος, ὁ, ἡ, [[κέρας]]<br />[[bull]]-[[horned]], Eur.
}}
}}

Revision as of 01:41, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 1073] ωτος, ὁ, ἡ, mit Stierhörnern, θεός, Eur. Bacch. 100, wie Euphor. lr. 14.

Greek (Liddell-Scott)

ταυρόκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κέρατα ταύρου, Εὐρ. Βάκχ. 100, Ὀρφ. Ὕμν. 52. 2.

French (Bailly abrégé)

ωτος (ὁ, ἡ)
aux cornes de taureau.
Étymologie: ταῦρος, κέρας.

Greek Monolingual

-έρωτος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει κέρατα ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -κερως (< κέρας), πρβλ. ῥινό-κερως].

Greek Monotonic

ταυρόκερως: -ωτος, ὁ, ἡ (κέρας), αυτός που έχει κέρατα ταύρου, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ταυρόκερως: ωτος adj. с бычачьими рогами (θεός Eur.).

Middle Liddell

ταυρό-κερως, ωτος, ὁ, ἡ, κέρας
bull-horned, Eur.