τηλεκλητός: Difference between revisions

From LSJ
(4b)
(1b)
Line 13: Line 13:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τηλεκλητός:''' призванный издалека (ἐπίκουροι Hom. - v. l. [[τηλεκλειτός]]).
|elrutext='''τηλεκλητός:''' призванный издалека (ἐπίκουροι Hom. - v. l. [[τηλεκλειτός]]).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τηλε-[[κλητός]], όν<br />summoned from [[afar]], Il.
}}
}}

Revision as of 01:49, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 1106] weither gerufen, aus der Ferne zu Hülfe gerufen, v. l. für das Vorige, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
appelé de loin au secours.
Étymologie: τῆλε, καλέω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
βλ. τηλεκλειτός.

Greek Monotonic

τηλεκλητός: -όν, αυτός που καλείται από μακριά, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

τηλεκλητός: призванный издалека (ἐπίκουροι Hom. - v. l. τηλεκλειτός).

Middle Liddell

τηλε-κλητός, όν
summoned from afar, Il.