Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετρώρυγος: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(6)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετρώρῠγος:''' -ον, = [[τετρόργυιος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''τετρώρῠγος:''' -ον, = [[τετρόργυιος]], σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τετρ-ώρυγος, ον, = [[τετρόργυιος]], Xen.]
}}
}}

Revision as of 01:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρώρῠγος Medium diacritics: τετρώρυγος Low diacritics: τετρώρυγος Capitals: ΤΕΤΡΩΡΥΓΟΣ
Transliteration A: tetrṓrygos Transliteration B: tetrōrygos Transliteration C: tetrorygos Beta Code: tetrw/rugos

English (LSJ)

ον,

   A = τετρόργυιος, X.Cyn.2.5; cf. δι-, δεκ-ώρυγος.

Greek (Liddell-Scott)

τετρώρυγος: -ον, = τετρώργυιος, Ξεν. Κυν. 2, 5, πρβλ. δι-, δεκώρυγος.

Greek Monolingual

-ον, Α
τετρόργυιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ώρυγος, σπάνια μορφή με την οποία απαντά ως β' συνθετικό η λ. ὀργυιά (πρβλ. πεντ-ώρυγος)].

Greek Monotonic

τετρώρῠγος: -ον, = τετρόργυιος, σε Ξεν.

Middle Liddell

τετρ-ώρυγος, ον, = τετρόργυιος, Xen.]