κλάξ: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
(c2)
 
(1ba)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1446.png Seite 1446]] ακός, ἡ, dor. = [[κλείς]], Schlüssel, Theocr. 15, 33, vgl. 6, 32.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1446.png Seite 1446]] ακός, ἡ, dor. = [[κλείς]], Schlüssel, Theocr. 15, 33, vgl. 6, 32.
}}
{{grml
|mltxt=[[κλᾴξ]], -ακός και κλάιξ, -άικος, ἡ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) [[κλειδί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. τοῦ [[κλείς]], που εμφανίζει υπερωικό [[τερματικό]] [[στοιχείο]] -<i>κ</i>-].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κλάξ:''' -ᾱκος, ἡ, Δωρ. αντί [[κλείς]].
}}
{{elnl
|elnltext=κλάξ κλακός, ἡ Dor. sleutel.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κλάξ]], ᾱκος, ἡ, [doric for [[κλείς]].]
}}
}}

Latest revision as of 02:55, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 1446] ακός, ἡ, dor. = κλείς, Schlüssel, Theocr. 15, 33, vgl. 6, 32.

Greek Monolingual

κλᾴξ, -ακός και κλάιξ, -άικος, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) κλειδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τοῦ κλείς, που εμφανίζει υπερωικό τερματικό στοιχείο -κ-].

Greek Monotonic

κλάξ: -ᾱκος, ἡ, Δωρ. αντί κλείς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλάξ κλακός, ἡ Dor. sleutel.

Middle Liddell

κλάξ, ᾱκος, ἡ, [doric for κλείς.]