κυλλάστις: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(3) |
(1ba) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κυλλάστις:''' ιος ὁ Arph. = [[κυλλῆστις]]. | |elrutext='''κυλλάστις:''' ιος ὁ Arph. = [[κυλλῆστις]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Aegyptian [[bread]], Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:10, 10 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
κυλλάστις: Ἰων. -ῆστις, ιος, ὁ, Αἰγυπτιακὸς ἄρτος παρασκευαζόμενος ἐξ ὀλύρας, Ἡρόδ. 2. 77, Ἑκαταῖ. παρ’ Ἀθην. 418Ε, Φανόδ. αὐτόθι 114C, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 253.
French (Bailly abrégé)
ιος (ὁ) :
pain égyptien fait avec de l’épeautre.
Étymologie: DELG égyptien klšt.
Greek Monolingual
κυλλᾱστις και κύλλαστις και ιων. τ. κυλλῆστις, -ιος, ὁ (Α)
είδος αιγυπτιακού ψωμιού που παρασκευαζόταν από το είδος κριθής όλυρα («ἀρτοφαγέουσι δέ ἐκ τῶν ὐλυρέων ποιεῡντες ἄρτους, τοὺς ἐκεῑνοι κυλλῆστις ὀνομάζουσι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτ. klšt ή kršt].
Greek Monotonic
κυλλάστις: Ιων. -ήστις, -ιος, ὁ, αιγυπτιακό ψωμί, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
κυλλάστις: ιος ὁ Arph. = κυλλῆστις.
Middle Liddell
Aegyptian bread, Hdt.