κυρτευτής: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
(3)
(1ba)
Line 13: Line 13:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κυρτευτής:''' οῦ ὁ рыбак с вершей Anth.
|elrutext='''κυρτευτής:''' οῦ ὁ рыбак с вершей Anth.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κυρτευτής]], οῦ,<br />one that fishes with the [[κύρτη]], Anth.
}}
}}

Revision as of 03:15, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 1537] ὁ, = Vorigem, Qu. Maec. 5 (VI, 230).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
pêcheur à la nasse.
Étymologie: κύρτη.

Greek Monolingual

κυρτευτής, ὁ (Α)
κυρτεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτεύω ή, αναλογικά, κατά το ἁλιευτής.

Greek Monotonic

κυρτευτής: -οῦ, ὁ, αυτός που ψαρεύει με την κύρτη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κυρτευτής: οῦ ὁ рыбак с вершей Anth.

Middle Liddell

κυρτευτής, οῦ,
one that fishes with the κύρτη, Anth.