νεωρίς: Difference between revisions
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
(5) |
(1ba) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεωρίς:''' -[[ίδος]], ἡ, = [[νεώριον]], σε Στράβ. | |lsmtext='''νεωρίς:''' -[[ίδος]], ἡ, = [[νεώριον]], σε Στράβ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[νεωρίς]], ίδος, ἡ, = [[νεώριον]], Strab.] | |||
}} | }} |
Revision as of 04:20, 10 January 2019
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = νεώριον, Str.1.3.20 (sed leg. νεωρίων).
Greek (Liddell-Scott)
νεωρίς: -ίδος, ἡ, = νεώριον, Στράβ. 61 (ἀλλ’ ἴσως ἀναγνωστέον νεωρίων).
Greek Monolingual
νεωρίς, ἡ (Α)
νεώριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεώριον + επίθημα -ις (πρβλ. νεοσσι-ίς)].
Greek Monotonic
νεωρίς: -ίδος, ἡ, = νεώριον, σε Στράβ.