Παλληνεύς: Difference between revisions
From LSJ
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
(3b) |
(1ba) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Παλληνεύς:''' έως ὁ [[Παλλήνη]] 2] житель или уроженец дема Паллена Her. | |elrutext='''Παλληνεύς:''' έως ὁ [[Παλλήνη]] 2] житель или уроженец дема Паллена Her. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[Παλληνεύς]], έως, ὁ,<br />an [[inhabitant]] of [[Παλλήνη]]; fem. [[Παλληνίς]], ίδος, Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:15, 10 January 2019
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
habitant ou originaire du dème Παλλήνη.
Greek Monolingual
Παλληνεύς, ο, θηλ. Παλληνίς, -ίδος (Α) Παλλήνη
1. κάτοικος της Παλλήνης, δήμου της Αττικής
2. το θηλ. Παλληνίς
επίθ. της θεάς Αθηνάς («ἀπικνέονται ἐπὶ Παλληνίδος Ἀθηναίης ἱερόν», Ηρόδ.).
Russian (Dvoretsky)
Παλληνεύς: έως ὁ Παλλήνη 2] житель или уроженец дема Паллена Her.
Middle Liddell
Παλληνεύς, έως, ὁ,
an inhabitant of Παλλήνη; fem. Παλληνίς, ίδος, Hdt.