παρδάλεος: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
(5)
(1ba)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρδάλεος:''' -α, -ον (πάρδᾰλις), αυτός που ανήκει στη [[λεοπάρδαλη]].
|lsmtext='''παρδάλεος:''' -α, -ον (πάρδᾰλις), αυτός που ανήκει στη [[λεοπάρδαλη]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παρδάλεος]], η, ον [πάρδᾰλις]<br />of a [[leopard]].
}}
}}

Revision as of 05:15, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 509] vom Panther, zum Panther gehörig, nach den Gramm. ion. S. παρδαλέη.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
βλ. παρδάλειος.

Greek Monotonic

παρδάλεος: -α, -ον (πάρδᾰλις), αυτός που ανήκει στη λεοπάρδαλη.

Middle Liddell

παρδάλεος, η, ον [πάρδᾰλις]
of a leopard.