παραφύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
(5)
 
(1ba)
 
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραφύομαι:''' Παθ. με Ενεργ. παρακ. <i>-πέφῡκα</i>, και αόρ. βʹ [[ἔφυν]], αναπτύσσομαι δίπλα ή στην [[άκρη]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''παραφύομαι:''' Παθ. με Ενεργ. παρακ. <i>-πέφῡκα</i>, και αόρ. βʹ [[ἔφυν]], αναπτύσσομαι δίπλα ή στην [[άκρη]], σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=perf. act. -πέφῡκα aor2 -έφυν<br />to [[grow]] [[beside]] or at the [[side]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 05:20, 10 January 2019

Greek Monotonic

παραφύομαι: Παθ. με Ενεργ. παρακ. -πέφῡκα, και αόρ. βʹ ἔφυν, αναπτύσσομαι δίπλα ή στην άκρη, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

perf. act. -πέφῡκα aor2 -έφυν
to grow beside or at the side, Hdt.