παραφύομαι

From LSJ

Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...

Source

Greek Monotonic

παραφύομαι: Παθ. με Ενεργ. παρακ. -πέφῡκα, και αόρ. βʹ ἔφυν, αναπτύσσομαι δίπλα ή στην άκρη, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

perf. act. -πέφῡκα aor2 -έφυν
to grow beside or at the side, Hdt.