Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
παραφύομαι: Παθ. με Ενεργ. παρακ. -πέφῡκα, και αόρ. βʹ ἔφυν, αναπτύσσομαι δίπλα ή στην άκρη, σε Ηρόδ.
perf. act. -πέφῡκα aor2 -έφυνto grow beside or at the side, Hdt.