παραφύομαι

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364

Greek Monotonic

παραφύομαι: Παθ. με Ενεργ. παρακ. -πέφῡκα, και αόρ. βʹ ἔφυν, αναπτύσσομαι δίπλα ή στην άκρη, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

perf. act. -πέφῡκα aor2 -έφυν
to grow beside or at the side, Hdt.