ἄτρητος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(1b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἄτρητος:''' <b class="num">1)</b> непросверленный, непроколотый Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> зоол. нероющий (τὰ μὲν ζῷα τρηματώδη, τὰ δ᾽ ἄτρητα Arst.).
|elrutext='''ἄτρητος:'''<br /><b class="num">1)</b> непросверленный, непроколотый Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> зоол. нероющий (τὰ μὲν ζῷα τρηματώδη, τὰ δ᾽ ἄτρητα Arst.).
}}
}}

Revision as of 11:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτρητος Medium diacritics: ἄτρητος Low diacritics: άτρητος Capitals: ΑΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: átrētos Transliteration B: atrētos Transliteration C: atritos Beta Code: a)/trhtos

English (LSJ)

ον,

   A not perforated, without aperture, Pl.Plt.279e, Arist. HA516a26; with imperforate anus, Ptol.Tetr.150; of a virgin, Procop.Arc.17.    II Act., not making holes, ζῷα interpol. in Arist. HA488a25.

German (Pape)

[Seite 389] 1) nicht durchbohrt, ohne Oeffnung, Plat. Polit. 279 e. Bei Medic. = deren Zeugungstheile od. After verwachsen; vgl. τιτράω. – 2) Bei Arist. H. A. 1, 1, 12 stehen ζῷα ἄτρητα den τρηματώδη entgegen, die nicht in Höhlen leben.

Spanish (DGE)

-ον
1 no perforado τῶν ἀτρήτων (περικαλυμμάτων) τὰ μὲν νεύρινα φυτῶν ἐκ γῆς, τὰ δὲ τρίχινα Pl.Plt.279e, τὸ ὀδόντων γένος, ὀστοῦν τῇ μὲν ἄτρητον, τῇ δὲ τρητόν Arist.HA 516a26, ζιγγίβερι ἄ. Gal.14.292, cf. 13.302
anat., de pers. c. ref. a los órganos sexuales οἱ δὲ λεγόμενοι ἄτρητοι, εἴτε τρῆμα ἔχοιεν λεπτὸν εἴτε μηδ' ὅλως Gal.14.787, εὐνοῦχοι ἢ ἑρμαφρόδιτοι ἢ ἄτρωγλοι καὶ ἄτρητοι γίγνονται Ptol.Tetr.3.13.12, σπάδοντας ποιοῦσι καὶ αὐλικοὺς ἢ στείρας ἢ ἀτρήτους Ptol.Tetr.4.5.16, Σατορνῖνος ... ἐξήνεγκεν ὅτι δὴ οὐκ ἄτρητον γήμαι Saturnino ... contó que se había casado con una mujer no sin abrir e.d. desvirgada Procop.Arc.17.36.
2 no perforable de metales muy compacto κυανὸν ἐπίβαλλε, ἕως γένηται ἄρρευστος καὶ ἄ. Ps.Democr.p.45
pero cf. ἄτριστος.
3 que no cava agujeros (ζῷα) τὰ μὲν τρηματώδη τὰ δ' ἄτρητα Arist.HA 488a25.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄτρητος, -ον)
αυτός που δεν έχει τρύπα
μσν.
(για γυναίκα) αδιακόρευτος
αρχ.
αυτός που δεν ανοίγει τρύπες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τρητός < τετραίνω «τρυπώ»].

Russian (Dvoretsky)

ἄτρητος:
1) непросверленный, непроколотый Plat., Arst.;
2) зоол. нероющий (τὰ μὲν ζῷα τρηματώδη, τὰ δ᾽ ἄτρητα Arst.).