ταπί: Difference between revisions

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
(40)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το, Ν<br /><b>άκλ.</b> (στη σουλτανική Τουρκία)<br />[[τίτλος]] ιδιοκτησίας, [[συνώνυμος]] του φόρου ο [[οποίος]] έπρεπε να καταβληθεί στο τουρκικό [[δημόσιο]] για να επιτραπεί η [[μεταβίβαση]] δημόσιων [[γαιών]] σε καλλιεργητές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>tapu</i>].———————— <b>(II)</b><br />το, Ν<br /><b>άκλ.</b> <b>φρ.</b> «έμεινα [[ταπί]]» — έμεινα [[χωρίς]] χρήματα, [[είμαι]] [[τελείως]] [[απένταρος]], άφραγκος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>tab</i><i>ī</i> «νικημένος, [[υποτελής]]»].———————— <b>(III)</b><br />([[τἀπί]]) Α<br />(στους αττ. συγγραφείς) [[κράση]] [[αντί]] <i>τὰ ἐπί</i>.
|mltxt=<b>(I)</b><br />το, Ν<br /><b>άκλ.</b> (στη σουλτανική Τουρκία)<br />[[τίτλος]] ιδιοκτησίας, [[συνώνυμος]] του φόρου ο [[οποίος]] έπρεπε να καταβληθεί στο τουρκικό [[δημόσιο]] για να επιτραπεί η [[μεταβίβαση]] δημόσιων [[γαιών]] σε καλλιεργητές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>tapu</i>].<br /><b>(II)</b><br />το, Ν<br /><b>άκλ.</b> <b>φρ.</b> «έμεινα [[ταπί]]» — έμεινα [[χωρίς]] χρήματα, [[είμαι]] [[τελείως]] [[απένταρος]], άφραγκος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>tab</i><i>ī</i> «νικημένος, [[υποτελής]]»].<br /><b>(III)</b><br />([[τἀπί]]) Α<br />(στους αττ. συγγραφείς) [[κράση]] [[αντί]] <i>τὰ ἐπί</i>.
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 10 January 2019

Greek Monolingual

(I)
το, Ν
άκλ. (στη σουλτανική Τουρκία)
τίτλος ιδιοκτησίας, συνώνυμος του φόρου ο οποίος έπρεπε να καταβληθεί στο τουρκικό δημόσιο για να επιτραπεί η μεταβίβαση δημόσιων γαιών σε καλλιεργητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tapu].
(II)
το, Ν
άκλ. φρ. «έμεινα ταπί» — έμεινα χωρίς χρήματα, είμαι τελείως απένταρος, άφραγκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tabī «νικημένος, υποτελής»].
(III)
(τἀπί) Α
(στους αττ. συγγραφείς) κράση αντί τὰ ἐπί.