σώσμα: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(40)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />τὸ, Μ [[σῴζω]]<br /><b>1.</b> [[ανάρρωση]], [[απαλλαγή]] από [[ασθένεια]]<br /><b>2.</b> [[σωτηρία]] από [[αμαρτία]].———————— <b>(II)</b><br />το, Ν [[[σώνω]] (Ι)]<br />[[απομεινάρι]], η τελευταία [[ποσότητα]] του κρασιού από το [[βαρέλι]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />τὸ, Μ [[σῴζω]]<br /><b>1.</b> [[ανάρρωση]], [[απαλλαγή]] από [[ασθένεια]]<br /><b>2.</b> [[σωτηρία]] από [[αμαρτία]].<br /><b>(II)</b><br />το, Ν [[[σώνω]] (Ι)]<br />[[απομεινάρι]], η τελευταία [[ποσότητα]] του κρασιού από το [[βαρέλι]].
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 10 January 2019

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Μ σῴζω
1. ανάρρωση, απαλλαγή από ασθένεια
2. σωτηρία από αμαρτία.
(II)
το, Ν [[[σώνω]] (Ι)]
απομεινάρι, η τελευταία ποσότητα του κρασιού από το βαρέλι.