ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
(I)τὸ, Μ σῴζω1. ανάρρωση, απαλλαγή από ασθένεια2. σωτηρία από αμαρτία.(II)το, Ν [[[σώνω]] (Ι)]απομεινάρι, η τελευταία ποσότητα του κρασιού από το βαρέλι.