χάνος: Difference between revisions
From LSJ
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
(46) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, Ν<br /><b>βλ.</b> <i>χαν</i>. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο, Ν<br /><b>βλ.</b> <i>χαν</i>.<br /><b>(II)</b><br />ο, Ν<br /><b>ζωολ.</b> <b>βλ.</b> [[χάννος]].<br /><b>(III)</b><br />-ους και -εος, τὸ, Α<br />το [[στόμα]], [[ιδίως]] το ανοιχτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>χᾰν</i>- του ρ. [[χαίνω]] (<b>βλ. λ.</b> [[χάσκω]]), [[κατά]] τα σιγμόληκτα ουδ.]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 10 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], εος, τό,
A mouth, Com.Adesp.1193.
German (Pape)
[Seite 1335] εος, τό, = χάσμα, Poll. 2, 97.
Greek (Liddell-Scott)
χάνος: -εος, τό, = χάσμημα, τὸ ἀνοικτὸν στόμα, Κωμικ. Ἀνών. 315.
Greek Monolingual
(I)
ο, Ν
βλ. χαν.
(II)
ο, Ν
ζωολ. βλ. χάννος.
(III)
-ους και -εος, τὸ, Α
το στόμα, ιδίως το ανοιχτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. χᾰν- του ρ. χαίνω (βλ. λ. χάσκω), κατά τα σιγμόληκτα ουδ.].