φυτοφάγα: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(45)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] του γένους [[μαγετιόλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>phytophaga</i>].———————— <b>(II)</b><br />τα, Ν<br /><b>ζωολ.</b> <b>βλ.</b> [[φυτοφάγος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] του γένους [[μαγετιόλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>phytophaga</i>].<br /><b>(II)</b><br />τα, Ν<br /><b>ζωολ.</b> <b>βλ.</b> [[φυτοφάγος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 10 January 2019

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
ζωολ. άλλη ονομασία του γένους μαγετιόλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phytophaga].
(II)
τα, Ν
ζωολ. βλ. φυτοφάγος.