σαμουράι: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
(36)
 
m (Text replacement - "<i>οι [[" to "οι [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι [[σαμουράι]]<br />[[ονομασία]] ευγενών που ανήκαν στην παλαιά φεουδαρχική [[τάξη]], στην Ιαπωνία, και οι οποίοι σταδιακά μετατράπηκαν σε στρατιωτική [[κάστα]] με ιδιαίτερα προνόμια, η οποία καταργήθηκε όμως το 1871.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. ιαπ. προέλευσης].
|mltxt=ο, Ν<br /><b>συν. στον πληθ.</b> οι [[σαμουράι]]<br />[[ονομασία]] ευγενών που ανήκαν στην παλαιά φεουδαρχική [[τάξη]], στην Ιαπωνία, και οι οποίοι σταδιακά μετατράπηκαν σε στρατιωτική [[κάστα]] με ιδιαίτερα προνόμια, η οποία καταργήθηκε όμως το 1871.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. ιαπ. προέλευσης].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 14 January 2019

Greek Monolingual

ο, Ν
συν. στον πληθ. οι σαμουράι
ονομασία ευγενών που ανήκαν στην παλαιά φεουδαρχική τάξη, στην Ιαπωνία, και οι οποίοι σταδιακά μετατράπηκαν σε στρατιωτική κάστα με ιδιαίτερα προνόμια, η οποία καταργήθηκε όμως το 1871.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ιαπ. προέλευσης].