καπνοπαραγωγός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
(19)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει μεγάλες ποσότητες καπνού για την [[καπνοβιομηχανία]] και το [[καπνεμπόριο]] («η [[Ελλάδα]] [[είναι]] [[καπνοπαραγωγός]] [[χώρα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[καπνοπαραγωγός]]<br />[[κτηματίας]] που ασχολείται με την [[καπνοκαλλιέργεια]] και παράγει [[καπνά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> [[παραγωγός]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην [[εφημερίδα]] <i>Άστυ</i>].
|mltxt=-ό<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει μεγάλες ποσότητες καπνού για την [[καπνοβιομηχανία]] και το [[καπνεμπόριο]] («η [[Ελλάδα]] [[είναι]] [[καπνοπαραγωγός]] [[χώρα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[καπνοπαραγωγός]]<br />[[κτηματίας]] που ασχολείται με την [[καπνοκαλλιέργεια]] και παράγει [[καπνά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> [[παραγωγός]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην [[εφημερίδα]] <i>Άστυ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 14 January 2019

Greek Monolingual


1. αυτός που παράγει μεγάλες ποσότητες καπνού για την καπνοβιομηχανία και το καπνεμπόριο («η Ελλάδα είναι καπνοπαραγωγός χώρα»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο καπνοπαραγωγός
κτηματίας που ασχολείται με την καπνοκαλλιέργεια και παράγει καπνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + παραγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ].