αξύπνητος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles

Source
(5)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που κοιμήθηκε [[συνέχεια]], [[χωρίς]] ανεπιθύμητη [[διακοπή]] στον ύπνο του<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] από τον οποίο δεν ξυπνάει [[κανείς]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[αξύπνητος]]<br />ο [[θάνατος]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> ο κοιμισμένος, αυτός που δεν ξέρει τα δικαιώματα του.
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που κοιμήθηκε [[συνέχεια]], [[χωρίς]] ανεπιθύμητη [[διακοπή]] στον ύπνο του<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] από τον οποίο δεν ξυπνάει [[κανείς]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[αξύπνητος]]<br />ο [[θάνατος]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> ο κοιμισμένος, αυτός που δεν ξέρει τα δικαιώματα του.
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που κοιμήθηκε συνέχεια, χωρίς ανεπιθύμητη διακοπή στον ύπνο του
2. εκείνος από τον οποίο δεν ξυπνάει κανείς
3. το αρσ. ως ουσ. ο αξύπνητος
ο θάνατος
4. μτφ. ο κοιμισμένος, αυτός που δεν ξέρει τα δικαιώματα του.