ενδεκασύλλαβος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(11) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM ἑνδεκασύλλαβον) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[ένδεκα]] συλλαβές («[[ενδεκασύλλαβος]] [[στίχος]]»)<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως. ουσ.) | |mltxt=-η, -ο (AM ἑνδεκασύλλαβον) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[ένδεκα]] συλλαβές («[[ενδεκασύλλαβος]] [[στίχος]]»)<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως. ουσ.) ο [[ενδεκασύλλαβος]]<br />ο [[ενδεκασύλλαβος]] [[στίχος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑνδεκασύλλαβον</i><br />ο [[ενδεκασύλλαβος]] [[στίχος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 14 January 2019
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑνδεκασύλλαβον) νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από ένδεκα συλλαβές («ενδεκασύλλαβος στίχος»)
2. (το αρσ. ως. ουσ.) ο ενδεκασύλλαβος
ο ενδεκασύλλαβος στίχος
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑνδεκασύλλαβον
ο ενδεκασύλλαβος στίχος.