ευνοούμενος: Difference between revisions
From LSJ
(15) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[εύνοια]] κάποιου ισχυρού προσώπου, αυτός που επωφελείται από την [[εύνοια]] κάποιου ισχυρού προσώπου, για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του («[[είναι]] [[ευνοούμενος]] του πρωθυπουργού»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>διεθν. δίκ.</b> «[[ρήτρα]] του [[μάλλον]] ευνοουμένου κράτους» — <b>βλ.</b> [[ευνοώ]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[εύνοια]] κάποιου ισχυρού προσώπου, αυτός που επωφελείται από την [[εύνοια]] κάποιου ισχυρού προσώπου, για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του («[[είναι]] [[ευνοούμενος]] του πρωθυπουργού»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>διεθν. δίκ.</b> «[[ρήτρα]] του [[μάλλον]] ευνοουμένου κράτους» — <b>βλ.</b> [[ευνοώ]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ευνοούμενος]]<br />ο [[εραστής]], ο [[ερωμένος]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ευνοουμένη</i><br />η ερωμένη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτχ. ενεστ. του ρ. <i>ευνοούμαι</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:15, 14 January 2019
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που έχει την εύνοια κάποιου ισχυρού προσώπου, αυτός που επωφελείται από την εύνοια κάποιου ισχυρού προσώπου, για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του («είναι ευνοούμενος του πρωθυπουργού»)
2. φρ. διεθν. δίκ. «ρήτρα του μάλλον ευνοουμένου κράτους» — βλ. ευνοώ
3. το αρσ. ως ουσ. ο ευνοούμενος
ο εραστής, ο ερωμένος
4. το θηλ. ως ουσ. ευνοουμένη
η ερωμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. ενεστ. του ρ. ευνοούμαι].