ρήτρα

From LSJ

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source

Greek Monolingual

η / ῥήτρα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥήτρη και ηλιακ. τ. Fράτρα και κυπρ. τ. Fρήτρα, Α
1. συμφωνία με ρητούς όρους
2. ορισμένος όρος σύμβασης
νεοελλ.
1. φρ. α) «γενική ρήτρα»
(νομ.) στερεότυπη έκφραση με προκαθορισμένη νομική σημασία
β) «ειδική ρήτρα»
(νομ.) πρόσθετος όρος σε σύμβαση με τον οποίο τροποποιείται ή συμπληρώνεται υπέρ ενός από τους συμβαλλομένους η λειτουργία της σε σημείο που δεν ρυθμίζεται ειδικά ή ρυθμίζεται διαφορετικά στον νόμο
γ) «ποινική ρήτρα» — βλ. ποινικός
δ) «ασφαλιστήρια ρήτρα»
(νομ.) η, κατά κανόνα με ιδιαίτερη συμφωνία, προστιθέμενη ρήτρα συνήθως στη σύμβαση παραγγελίας, κατά την οποία ο παραγγελιοδόχος αναλαμβάνει έναντι του παραγγελέα τον κίνδυνο για οποιαδήποτε αιτία μη εκπλήρωσης της υποχρέωσης τρίτου με τον οποίο συμβάλλεται ο παραγγελιοδόχος για λογαριασμό του παραγγελέα
ε) «ρήτρα σύνταξης εγγράφου»
(νομ.) ρήτρα κατά την οποία η δικαιοπραξία είναι άκυρη αν δεν έχει τηρηθεί ο τύπος που είχαν καθορίσει τα συμβαλλόμενα μέρη
στ) «ρήτρα κράτησης της παροχής» — ρήτρα με την οποία ο δανειστής κρατεί ως όφελος το μέρος της παροχής που έλαβε παρά την άσκηση από αυτόν δικαιώματος υπαναχώρησης από τη σύμβαση
ζ) «ρήτρα έκπτωσης»
(νομ.) ρήτρα με την οποία ο οφειλέτης εκπίπτει από τα συμβατικά δικαιώματά του στην περίπτωση που αυτός δεν εκτελέσει προσηκόντως τις υποχρεώσεις του
η) «ρήτρα τιμαρίθμου, χρυσού, δολαρίου, ECU ή άλλου ξένου νομίσματος» — ρήτρα σύμφωνα με την οποία η σε χρήμα προσδιοριζόμενη συμβατική οφειλή θα υπολογιστεί κατά την εξόφλησή της σε αντιστοιχία του εθνικού νομίσματος προς τα αγαθά, τον χρυσό, το δολάριο, την ECU ή άλλο ξένο νόμισμα
θ) «ρήτρα του μάλλον ευνοουμένου κράτους»
διεθν. δίκ. ρήτρα που διέπει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών και με την οποία παρέχονται ή επεκτείνονται αυτόματα από μια χώρα σε μια άλλη χώρα όλα τα πλεονεκτήματα, όταν πρόκειται για γενική ή απόλυτη ρήτρα, ή μερικά μόνον πλεονεκτήματα, όταν πρόκειται για σχετική ή μερική ρήτρα, τα οποία έχουν ήδη χορηγηθεί ή ενδέχεται να χορηγηθούν σε τρίτη χώρα
ι) «ρήτρα τών πραγμάτων παραμενόντων ως έχουν»
διεθν. δίκ. ρήτρα κατά την οποία η ριζική και απρόβλεπτη μεταβολή τών περιστάσεων που οδήγησαν στη σύναψη διεθνούς συνθήκης μπορεί να επιφέρει τη λύση της ή την αποχώρηση ενός συμβαλλομένου από αυτήν
αρχ.
1. στοίχημα
2. (στις αιολ. και δωρ. πολιτείες) συνθήκη μεταξύ δύο πόλεων
3. (στη Σπάρτη) α) καθεμιά από τις θεμελιώδεις διατάξεις της νομοθεσίας του Λυκούργου («μία τῶν καλουμένων ῥητρῶν», Πλούτ.)
β) (γενικά) καταστατικός χάρτης για τον καθορισμό τών θεμελιωδών αρχών πολιτεύματος
γ) βασιλικός νόμος ή διάταγμα
4. (γενικά) νόμος
5. (στο αρχ. Βυζάντιο) προβούλευμα
6. λόγος, ομιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα Fερε- (βλ. λ. είρω [ΙΙ]), με μηδενισμένο το α' και εκτεταμένο το β' φωνήεν (πρβλ. εἴρηκα, ῥητός, ῥήτωρ) + επίθημα -τρα (πρβλ. πλέκτρα). Ο κυπρ. τ. Fρήτα έχει σχηματιστεί με ανομοιωτική αποβολή του β' -ρ-].