ευνοώ
Greek Monolingual
(Α εὐνοῶ, -έω) εύνους
δείχνω σε κάποιον την εύνοιά μου, τη φιλική μου διάθεση, είμαι διατεθειμένος ευνοϊκά απέναντι σε κάποιον, τον συμπαθώ (α. «οὐκ εὐνοέει τοῖς ἐμοῖσι πρήγμασι», Ηρόδ.
β. «τον ευνόησε η τύχη»)
νεοελλ.
1. συμβάλλω στην επιτυχία κάποιου σκοπού, παρέχω πλεονεκτήματα για την επιτέλεση κάποιου σχεδίου («αν μάς ευνοήσει ο καιρός, θα ταξιδέψουμε»)
2. δείχνω την προτίμηση μου, τηρώ μεροληπτική στάση απέναντι σε κάποιον
3. παθ. ευνοούμαι
α) έχω την εύνοια κάποιου
β) ωφελούμαι από τα πλεονεκτήματα, τους ευνοϊκούς όρους κάποιου ευεργετήματος
γ) φρ. διεθν. δίκ. «ρήτρα του μάλλον ευνοουμένου κράτους» — η υποχρέωση που αναλαμβάνει με σύμβαση ένα κράτος απέναντι σε κάποιο άλλο να παρέχει σ' αυτό τα μεγαλύτερα εμπορικά πλεονεκτήματα τα οποία έχει παραχωρήσει ή θα παραχωρήσει ενδεχομένως σε τρίτο κράτος
αρχ.
1. παθ. α) απολαμβάνω την εύνοια κάποιου ωφελούμαι από τις περιποιήσεις κάποιου («ὑπὸ γυναικῶν εὐνοεῖσθαι», Βέττ. Βάλ.)
β. αγαπιέμαι («εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν», Ηφαιστ. Αστρ.)
2. (για αντιδίκους) συμβιβάζομαι, συμφιλιώνομαι («ἴσθι εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου ταχύ», ΚΔ).