χαμαιριφής: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
(46) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ, και [[χαμαιρριφής]] Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ές, ΝΜΑ, και [[χαμαιρριφής]] Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[χαμαιριφής]]<br />το [[φυτό]] [[χαμαίρωψ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> εγκαταλελειμμένος στη γη («χαμαιριφῶν παιδίων», Μέγα Ετυμολογικόν)<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> ταπεινωμένος<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) περιφρονημένος<br /><b>αρχ.</b><br />[[χαμηλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ριφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίπτω]], <b>πρβλ.</b> <i>ῥιφ</i>-<i>ή</i>, παθ. αόρ. <i>ἐ</i>-<i>ρρίφ</i>-<i>θην</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἀμφι</i>-<i>ριφής</i>, <i>πετρο</i>-<i>ρριφής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 14 January 2019
English (LSJ)
ές, (ῥίπτω)
A thrown to the ground, mined, νηόν Inscr. in Ferri Contributi di Cirene alla storia della religione greca (Rome, 1923) 5 (ii A. D.), cf. Eust.1279.45. b = foreg. 1, Sch.Gen.Il.5.442; παιδία EM781.36. 2 = collecticius, Gloss. II φοῖνιξ χ. dwarf-palm, Chamaerops humilis, Thphr. HP2.6.11 (nisi leg. χαμαιρεπής as in Plin.HN13.39).
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαιρῐφής: -ές, (ῥίπτω) ὁ ἐρριμμένος κατὰ γῆς, ἐγκαταλελειμμένος, Εὐστ. 1279. 45, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 542, Ἐτυμ. Μέγ. 781, 36 κτλ. 2) τεταπεινωμένος, κατὰ γῆς ἐρριμμένος. Ἐκκλ. ΙΙ φοῖνιξ χ., ὁ χαμηλὸς φοῖνιξ, Θεοφρ περὶ Φυτ Ἱστ. 2. 6. 11 (εἰ μὴ ἀναγνωστέον χαμαιρεπῆ; ὡς παρὰ Πλινίῳ 13. 9).
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ, και χαμαιρριφής Ν
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χαμαιριφής
το φυτό χαμαίρωψ
μσν.-αρχ.
1. εγκαταλελειμμένος στη γη («χαμαιριφῶν παιδίων», Μέγα Ετυμολογικόν)
2. εκκλ. ταπεινωμένος
3. (για πρόσ.) περιφρονημένος
αρχ.
χαμηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -ριφής (< ῥίπτω, πρβλ. ῥιφ-ή, παθ. αόρ. ἐ-ρρίφ-θην), πρβλ. ἀμφι-ριφής, πετρο-ρριφής].