υλοτόμος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
(42) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο / [[ὑλοτόμος]], -ον, ΝΑ, και λοτόμος Ν, και [[ὑλητόμος]], και δωρ. τ. [[ὑλατόμος]], Α<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ο / [[ὑλοτόμος]], -ον, ΝΑ, και λοτόμος Ν, και [[ὑλητόμος]], και δωρ. τ. [[ὑλατόμος]], Α<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[υλοτόμος]]·(για προσ.) αυτός που κόβει τα δέντρα του δάσους, [[ξυλοκόπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναλαμβάνει την [[εκμετάλλευση]] ενός δάσους<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>εντομολ.</b> [[γένος]] μελανών υμενόπτερων εντόμων με κίτρινη [[κοιλιά]], τών οποίων η [[προνύμφη]] κατατρώγει τα φύλλα τών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πράγμ.</b>) αυτός που χρησιμοποιείται για την [[κοπή]] τών δένδρων του δάσους («οἱ δ' [[ἴσαν]], ὑλοτόμους πελέκεας ἐν χερσίν ἔχοντες», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ύλη</i> <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> [[λιθο]]-[[τόμος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ο / ὑλοτόμος, -ον, ΝΑ, και λοτόμος Ν, και ὑλητόμος, και δωρ. τ. ὑλατόμος, Α
το αρσ. ως ουσ. ο υλοτόμος·(για προσ.) αυτός που κόβει τα δέντρα του δάσους, ξυλοκόπος
νεοελλ.
1. αυτός που αναλαμβάνει την εκμετάλλευση ενός δάσους
2. το αρσ. ως ουσ. εντομολ. γένος μελανών υμενόπτερων εντόμων με κίτρινη κοιλιά, τών οποίων η προνύμφη κατατρώγει τα φύλλα τών φυτών
αρχ.
(για πράγμ.) αυτός που χρησιμοποιείται για την κοπή τών δένδρων του δάσους («οἱ δ' ἴσαν, ὑλοτόμους πελέκεας ἐν χερσίν ἔχοντες», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύλη + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λιθο-τόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.)].