σκωληκοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377
(4)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο / [[σκωληκοφάγος]], -ον, ΝΑ, και [[σκουληκοφάγος]], -ο, Ν<br />αυτός που τρέφεται με σκώληκες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[σκωληκοφάγος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ξηροβατικών πτηνών της οικογένειας τών ικτεριδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκώληξ]], -<i>ηκος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]]].
|mltxt=-ο / [[σκωληκοφάγος]], -ον, ΝΑ, και [[σκουληκοφάγος]], -ο, Ν<br />αυτός που τρέφεται με σκώληκες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[σκωληκοφάγος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ξηροβατικών πτηνών της οικογένειας τών ικτεριδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκώληξ]], -<i>ηκος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σκωληκοφάγος:''' (ᾰ) питающийся червями ([[ὄρνις]] Arst.).
|elrutext='''σκωληκοφάγος:''' (ᾰ) питающийся червями ([[ὄρνις]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 11:15, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκωληκοφάγος Medium diacritics: σκωληκοφάγος Low diacritics: σκωληκοφάγος Capitals: ΣΚΩΛΗΚΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: skōlēkophágos Transliteration B: skōlēkophagos Transliteration C: skolikofagos Beta Code: skwlhkofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A eating worms or grubs, ib.592b16.

German (Pape)

[Seite 909] Würmer fressend, Arist. H. A. 8, 3.

Greek (Liddell-Scott)

σκωληκοφάγος: ον [ᾰ], ὁ τρώγων σκώληκας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 4.

Greek Monolingual

-ο / σκωληκοφάγος, -ον, ΝΑ, και σκουληκοφάγος, -ο, Ν
αυτός που τρέφεται με σκώληκες
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο σκωληκοφάγος
ζωολ. γένος ξηροβατικών πτηνών της οικογένειας τών ικτεριδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, -ηκος + -φάγος].

Russian (Dvoretsky)

σκωληκοφάγος: (ᾰ) питающийся червями (ὄρνις Arst.).