μπιστικός: Difference between revisions

From LSJ

γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage

Source
(26)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πιστικός]], -ή, -ό<br /><b>1.</b> [[έμπιστος]], [[πιστός]], αφοσιωμένος<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[μπιστικός]] ή <i>ο [[πιστικός]]<br />[[βοσκός]] που εργάζεται με [[μισθό]], [[μισθωτός]] [[ποιμένας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πιστικός]] <span style="color: red;"><</span> [[πιστός]], [[κατά]] το [[σχήμα]] [[αφέντης]] - <i>αφεντικός</i>. Ο τ. [[μπιστικός]] <span style="color: red;"><</span> [[μπιστός]]].
|mltxt=και [[πιστικός]], -ή, -ό<br /><b>1.</b> [[έμπιστος]], [[πιστός]], αφοσιωμένος<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μπιστικός]] ή ο [[πιστικός]]<br />[[βοσκός]] που εργάζεται με [[μισθό]], [[μισθωτός]] [[ποιμένας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πιστικός]] <span style="color: red;"><</span> [[πιστός]], [[κατά]] το [[σχήμα]] [[αφέντης]] - <i>αφεντικός</i>. Ο τ. [[μπιστικός]] <span style="color: red;"><</span> [[μπιστός]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

και πιστικός, -ή, -ό
1. έμπιστος, πιστός, αφοσιωμένος
2. το αρσ. ως ουσ. ο μπιστικός ή ο πιστικός
βοσκός που εργάζεται με μισθό, μισθωτός ποιμένας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιστικός < πιστός, κατά το σχήμα αφέντης - αφεντικός. Ο τ. μπιστικός < μπιστός].