εξόριος: Difference between revisions

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
(12)
 
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξόριος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται έξω από τα [[σύνορα]] της χώρας<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[ἐξορία]]<br />(ενν. <i>ζωή</i>) η ζωή έξω από τα όρια της πατρίδας, [[εξορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όριο</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όρος</i> «[[τέρμα]]»)].
|mltxt=[[ἐξόριος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται έξω από τα [[σύνορα]] της χώρας<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ἐξορία]]<br />(ενν. <i>ζωή</i>) η ζωή έξω από τα όρια της πατρίδας, [[εξορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όριο</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όρος</i> «[[τέρμα]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

ἐξόριος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται έξω από τα σύνορα της χώρας
2. το θηλ. ως ουσ. η ἐξορία
(ενν. ζωή) η ζωή έξω από τα όρια της πατρίδας, εξορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + όριο (< όρος «τέρμα»)].