έξαλος: Difference between revisions
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(12) |
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔξαλος]], -ον) [[άλς</i>, <i>αλός]]<br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἔξαλος]], -ον) [[άλς</i>, <i>αλός]]<br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[έξαλα]] (AM ἔξαλα)<br />τα τμήματα του σκάφους που βρίσκονται έξω από τη [[θάλασσα]], [[πάνω]] από την ίσαλο [[γραμμή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[σκάφος]]) αυτός που έχει ανασυρθεί από τη [[θάλασσα]] στην [[αμμουδιά]]<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) [[εκείνος]] που βρίσκεται [[μακριά]] από τη [[θάλασσα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:35, 14 January 2019
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔξαλος, -ον) [[άλς, αλός]]
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα έξαλα (AM ἔξαλα)
τα τμήματα του σκάφους που βρίσκονται έξω από τη θάλασσα, πάνω από την ίσαλο γραμμή
αρχ.
1. (για σκάφος) αυτός που έχει ανασυρθεί από τη θάλασσα στην αμμουδιά
2. (για τόπο) εκείνος που βρίσκεται μακριά από τη θάλασσα.