μαλάκιο: Difference between revisions
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
(24) |
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[μαλάκιο]]) [[μαλακός]]<br /><b>συν. στον πληθ.</b | |mltxt=το (AM [[μαλάκιο]]) [[μαλακός]]<br /><b>συν. στον πληθ.</b> τα [[μαλάκια]]<br />μεγάλο [[φύλο]] ασπόνδυλων ζώων στο οποίο ανήκουν τα σαλιγκάρια και οι γυμνοσάλιαγκες, τα μύδια, τα στρείδια και τα συγγενικά τους όστρακα [[καθώς]] και τα χταπόδια, τα καλαμάρια και οι σουπιές<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[καλάθι]] πλεγμένο από τρυφερά φύλλα, [[ιδίως]] φοινίκων<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαλάχιον]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:40, 14 January 2019
Greek Monolingual
το (AM μαλάκιο) μαλακός
συν. στον πληθ. τα μαλάκια
μεγάλο φύλο ασπόνδυλων ζώων στο οποίο ανήκουν τα σαλιγκάρια και οι γυμνοσάλιαγκες, τα μύδια, τα στρείδια και τα συγγενικά τους όστρακα καθώς και τα χταπόδια, τα καλαμάρια και οι σουπιές
μσν.-αρχ.
καλάθι πλεγμένο από τρυφερά φύλλα, ιδίως φοινίκων
αρχ.
μαλάχιον.