λιμνιτικός: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
(23)
 
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιμνιτικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στη [[λίμνη]] ή στη [[γύρω]] από τη [[λίμνη]] [[περιοχή]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ [[λιμνιτικά]]<br />[[φόρος]] για γη που βρισκόταν [[γύρω]] από [[λίμνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιμνίτης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αἰγιαλ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=[[λιμνιτικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στη [[λίμνη]] ή στη [[γύρω]] από τη [[λίμνη]] [[περιοχή]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[λιμνιτικά]]<br />[[φόρος]] για γη που βρισκόταν [[γύρω]] από [[λίμνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιμνίτης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αἰγιαλ</i>-[[ίτης]])].
}}
}}

Revision as of 12:16, 14 January 2019

Greek Monolingual

λιμνιτικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στη λίμνη ή στη γύρω από τη λίμνη περιοχή
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λιμνιτικά
φόρος για γη που βρισκόταν γύρω από λίμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμνίτης (πρβλ. αἰγιαλ-ίτης)].