τρίκοκκος: Difference between revisions

From LSJ

ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far

Source
(42)
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρίκοκκος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τρεις]] κόκκους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[τρίκοκκο]](<i>ν</i>)<br />[[είδος]] μούσμουλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[τρίκοκκος]]<br />α) [[είδος]] μούσμουλου<br />β) το [[φυτό]] [[ηλιοτρόπιο]] το μέγα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κόκκος]] «[[σπυρί]]» (<b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>κοκκος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[τρίκοκκος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τρεις]] κόκκους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[τρίκοκκο]](<i>ν</i>)<br />[[είδος]] μούσμουλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[τρίκοκκος]]<br />α) [[είδος]] μούσμουλου<br />β) το [[φυτό]] [[ηλιοτρόπιο]] το μέγα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κόκκος]] «[[σπυρί]]» (<b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>κοκκος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:20, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίκοκκος Medium diacritics: τρίκοκκος Low diacritics: τρίκοκκος Capitals: ΤΡΙΚΟΚΚΟΣ
Transliteration A: tríkokkos Transliteration B: trikokkos Transliteration C: trikokkos Beta Code: tri/kokkos

English (LSJ)

ον,

   A with three grains or berries, Sch.ll. 14.183:—τρίκοκκος, ὁ, = μέσπιλον, Dsc.1.118; = ἡλιοτρόπιον τὸ μέγα, Plin.HN22.60; ἡλιοτρόπιον τ. Aët.12.63.

German (Pape)

[Seite 1143] mit drei Körnern, Beeren, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

τρίκοκκος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς κόκκους, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Σ. 298· - τρίκοκκον, τό, εἶδος μεσπίλου Διοσκ. 1. 169, Πλίν. 22. 29.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίκοκκος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει τρεις κόκκους
2. το ουδ. ως ουσ. το τρίκοκκο(ν)
είδος μούσμουλου
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. τρίκοκκος
α) είδος μούσμουλου
β) το φυτό ηλιοτρόπιο το μέγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κόκκος «σπυρί» (πρβλ. δί-κοκκος)].