διυλιστήριος: Difference between revisions
From LSJ
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
(9) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο<br /><b>1.</b> ο [[χρήσιμος]] στη [[διύλιση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ο<br /><b>1.</b> ο [[χρήσιμος]] στη [[διύλιση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[διυλιστήριο]]<br />α) το [[σύνολο]] τών εγκαταστάσεων στις οποίες γίνεται ο [[καθαρισμός]] ή [[εξευγενισμός]] διαφόρων ουσιών ή ο [[διαχωρισμός]] ουσίας στα προϊόντα της με [[απόσταξη]]<br />β) ο [[διυλιστήρας]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:20, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ο
1. ο χρήσιμος στη διύλιση
2. το ουδ. ως ουσ. το διυλιστήριο
α) το σύνολο τών εγκαταστάσεων στις οποίες γίνεται ο καθαρισμός ή εξευγενισμός διαφόρων ουσιών ή ο διαχωρισμός ουσίας στα προϊόντα της με απόσταξη
β) ο διυλιστήρας.