διυλιστήριος: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332
(9)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο<br /><b>1.</b> ο [[χρήσιμος]] στη [[διύλιση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[διυλιστήριο]]<br />α) το [[σύνολο]] τών εγκαταστάσεων στις οποίες γίνεται ο [[καθαρισμός]] ή [[εξευγενισμός]] διαφόρων ουσιών ή ο [[διαχωρισμός]] ουσίας στα προϊόντα της με [[απόσταξη]]<br />β) ο [[διυλιστήρας]].
|mltxt=-ο<br /><b>1.</b> ο [[χρήσιμος]] στη [[διύλιση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[διυλιστήριο]]<br />α) το [[σύνολο]] τών εγκαταστάσεων στις οποίες γίνεται ο [[καθαρισμός]] ή [[εξευγενισμός]] διαφόρων ουσιών ή ο [[διαχωρισμός]] ουσίας στα προϊόντα της με [[απόσταξη]]<br />β) ο [[διυλιστήρας]].
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ο
1. ο χρήσιμος στη διύλιση
2. το ουδ. ως ουσ. το διυλιστήριο
α) το σύνολο τών εγκαταστάσεων στις οποίες γίνεται ο καθαρισμός ή εξευγενισμός διαφόρων ουσιών ή ο διαχωρισμός ουσίας στα προϊόντα της με απόσταξη
β) ο διυλιστήρας.