διυλιστήριος

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

-ο
1. ο χρήσιμος στη διύλιση
2. το ουδ. ως ουσ. το διυλιστήριο
α) το σύνολο τών εγκαταστάσεων στις οποίες γίνεται ο καθαρισμός ή εξευγενισμός διαφόρων ουσιών ή ο διαχωρισμός ουσίας στα προϊόντα της με απόσταξη
β) ο διυλιστήρας.