Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διυλιστήρας

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

ο (Α διυλιστήρ)
συσκευή με την οποία γίνεται η διύλιση κάποιας ουσίας, συνήθως ενός υγρού.