διυλιστήρας

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119

Greek Monolingual

ο (Α διυλιστήρ)
συσκευή με την οποία γίνεται η διύλιση κάποιας ουσίας, συνήθως ενός υγρού.