γιατί: Difference between revisions
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[") |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(μόρ. και σύνδ.)<br />Ι. (ως ερωτημ. μόρ.) (σε ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις)<br /><b>1.</b> για [[ποιόν]] λόγο;<br /><b>2.</b> για ποιό ή με τί σκοπό; II. (ως σύνδ. [[αιτιολογικός]])<br /><b>1.</b> (σε εξαρτημένες αιτιολογικές προτάσεις ή αποκρίσεις) [[επειδή]], [[διότι]], για τον λόγο ότι...<br /><b>2.</b> (με [[άρθρο]] το ουδ. ως ουσ.) | |mltxt=(μόρ. και σύνδ.)<br />Ι. (ως ερωτημ. μόρ.) (σε ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις)<br /><b>1.</b> για [[ποιόν]] λόγο;<br /><b>2.</b> για ποιό ή με τί σκοπό; II. (ως σύνδ. [[αιτιολογικός]])<br /><b>1.</b> (σε εξαρτημένες αιτιολογικές προτάσεις ή αποκρίσεις) [[επειδή]], [[διότι]], για τον λόγο ότι...<br /><b>2.</b> (με [[άρθρο]] το ουδ. ως ουσ.) το [[γιατί]] (πληθ. τα [[γιατί]])<br />[[λόγος]], [[αιτία]], [[δικαιολογία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> το [[μόριο]] [[γιατί]] <span style="color: red;"><</span> (αρχ. φρ.) <i>διά τι</i>, ενώ ο [[αιτιολογικός]] [[σύνδεσμος]] [[γιατί]] <span style="color: red;"><</span> <b>φρ.</b> <i>για ότι</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:25, 14 January 2019
Greek Monolingual
(μόρ. και σύνδ.)
Ι. (ως ερωτημ. μόρ.) (σε ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις)
1. για ποιόν λόγο;
2. για ποιό ή με τί σκοπό; II. (ως σύνδ. αιτιολογικός)
1. (σε εξαρτημένες αιτιολογικές προτάσεις ή αποκρίσεις) επειδή, διότι, για τον λόγο ότι...
2. (με άρθρο το ουδ. ως ουσ.) το γιατί (πληθ. τα γιατί)
λόγος, αιτία, δικαιολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. το μόριο γιατί < (αρχ. φρ.) διά τι, ενώ ο αιτιολογικός σύνδεσμος γιατί < φρ. για ότι].