ποιόν
From LSJ
Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit
Greek Monolingual
το, ΝΑ
1. το σύνολο τών στοιχείων που συνθέτουν τον χαρακτήρα ενός υποκειμένου ή ενός αντικειμένου, το εσωτερικό γνώρισμα ή η ιδιαίτερη φύση του («το ποιόν του ήχου»)
2. (λογ.) το διακριτικό γνώρισμα τών όντων το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις μας
νεοελλ.
ο βαθμός ηθικότητας που χαρακτηρίζει ένα άτομο, το ηθικό του επίπεδο («υπάρχουν αμφιβολίες για το ποιόν αυτού του ανθρώπου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. της αόριστης αντωνυμίας ποιός, -ά, -όν].
Russian (Dvoretsky)
ποιόν: τό Arst. = ποιότης.