ρύσιος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[") |
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α [[ῥῡσις]]<br /><b>1.</b> αυτός που σώζει, που απολυτρώνει, που απελευθερώνει<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ον, Α [[ῥῡσις]]<br /><b>1.</b> αυτός που σώζει, που απολυτρώνει, που απελευθερώνει<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ῥύσιον]] α) ευχαριστήρια [[θυσία]] [[προς]] τους θεούς για [[σωτηρία]] από νόσο ή από κίνδυνο («ὠδίνων [[ῥύσια]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />β) (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[ῥύσια]]<br />[[σωτηρία]], [[απολύτρωση]], [[απελευθέρωση]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ον, Α ῥῡσις
1. αυτός που σώζει, που απολυτρώνει, που απελευθερώνει
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥύσιον α) ευχαριστήρια θυσία προς τους θεούς για σωτηρία από νόσο ή από κίνδυνο («ὠδίνων ῥύσια», Ανθ. Παλ.)
β) (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ῥύσια
σωτηρία, απολύτρωση, απελευθέρωση.