απολύτρωση
From LSJ
ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
Greek Monolingual
η (AM ἀπολύτρωσις)
1. απελευθέρωση με καταβολή λύτρων
2. εκκλ. εξαγορά των αμαρτιών των ανθρώπων με τη θυσία του Χριστού
νεοελλ.
1. απαλλαγή από τη δουλεία, σωτηρία
2. απαλλαγή από τις ψυχικές δοκιμασίες
3. απαλλαγή από μια μαρτυρική και γεμάτη βάσανα ζωή.