περίρρους: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332
(1ba)
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, και -οος, -οον, Α [[περιρρέω]]<br /><b>1.</b> αυτός που βρέχεται από [[παντού]], [[περίρρυτος]], περιβρεχόμενος<br /><b>2.</b> αυτός που τρέχει, που κυλά [[ολόγυρα]], από όλα τα μέρη, που περιβρέχει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[περίρρους]]<br />α) η [[περιρροή]]<br />β) [[διάρροια]], [[υδαρής]] [[αποπάτηση]], [[περίρροια]].
|mltxt=-ουν, και -οος, -οον, Α [[περιρρέω]]<br /><b>1.</b> αυτός που βρέχεται από [[παντού]], [[περίρρυτος]], περιβρεχόμενος<br /><b>2.</b> αυτός που τρέχει, που κυλά [[ολόγυρα]], από όλα τα μέρη, που περιβρέχει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[περίρρους]]<br />α) η [[περιρροή]]<br />β) [[διάρροια]], [[υδαρής]] [[αποπάτηση]], [[περίρροια]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περίρ-ρους, ουν, = [[περίρρυτος]], Hdt.]
|mdlsjtxt=περίρ-ρους, ουν, = [[περίρρυτος]], Hdt.]
}}
}}

Revision as of 14:20, 14 January 2019

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
contr. att.
baigné de tous côtés.
Étymologie: περιρρέω.

Greek Monolingual

-ουν, και -οος, -οον, Α περιρρέω
1. αυτός που βρέχεται από παντού, περίρρυτος, περιβρεχόμενος
2. αυτός που τρέχει, που κυλά ολόγυρα, από όλα τα μέρη, που περιβρέχει κάτι
3. το αρσ. ως ουσ.περίρρους
α) η περιρροή
β) διάρροια, υδαρής αποπάτηση, περίρροια.

Middle Liddell

περίρ-ρους, ουν, = περίρρυτος, Hdt.]