ωμιαίος: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
(47c) |
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / ὠμιαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ώμο, που βρίσκεται στον ώμο, [[ωμικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ωμιαία [[ζώνη]]»<br /><b>ανατ.</b> η ωμική [[ζώνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-α, -ο / ὠμιαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ώμο, που βρίσκεται στον ώμο, [[ωμικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ωμιαία [[ζώνη]]»<br /><b>ανατ.</b> η ωμική [[ζώνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ὠμιαία]]<br /><b>πιθ.</b> ο [[δελτοειδής]] μυς<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ὠμιαία]] [[φλέψ]]» — η κεφαλική [[φλέβα]] του βραχίονα (Λεωνίδ. Ιατρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὦμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>νωτ</i>-<i>ιαῖος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 14 January 2019
Greek Monolingual
-α, -ο / ὠμιαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ώμο, που βρίσκεται στον ώμο, ωμικός
νεοελλ.
φρ. «ωμιαία ζώνη»
ανατ. η ωμική ζώνη
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὠμιαία
πιθ. ο δελτοειδής μυς
2. φρ. «ὠμιαία φλέψ» — η κεφαλική φλέβα του βραχίονα (Λεωνίδ. Ιατρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νωτ-ιαῖος)].