ιξοβόρος: Difference between revisions

From LSJ

κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ἰξοβόρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πτηνό]] της οικογένειας κοσσυφίδες ή τουρδίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τρώει τον καρπό του ιξού («[[κίχλη]] [[ἰξοβόρος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ἰξοβόρος]]<br />[[είδος]] πτηνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰξός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]] <span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θυμο</i>-<i>βόρος</i>, <i>σαρκο</i>-<i>βόρος</i>].
|mltxt=-ο (Α [[ἰξοβόρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πτηνό]] της οικογένειας κοσσυφίδες ή τουρδίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τρώει τον καρπό του ιξού («[[κίχλη]] [[ἰξοβόρος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἰξοβόρος]]<br />[[είδος]] πτηνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰξός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]] <span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θυμο</i>-<i>βόρος</i>, <i>σαρκο</i>-<i>βόρος</i>].
}}
}}

Revision as of 14:35, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ο (Α ἰξοβόρος, -ον)
νεοελλ.
πτηνό της οικογένειας κοσσυφίδες ή τουρδίδες
αρχ.
1. αυτός που τρώει τον καρπό του ιξού («κίχλη ἰξοβόρος», Αριστοτ.)
2. το θηλ. ως ουσ.ἰξοβόρος
είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -βόρος (< βορά < βιβρώσκω), πρβλ. θυμο-βόρος, σαρκο-βόρος].