ευκτήριος: Difference between revisions

From LSJ

Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen

Menander, Monostichoi, 69
(15)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[εὐκτήριος]], -ία, -ον)<br /><b>1.</b> (για ναό) αυτός στον οποίο εκπέμπονται ευχές [[προς]] τον θεό, ο προορισμένος για [[προσευχή]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευκτήριο</i><br />[[μέρος]] όπου λατρεύεται ο Θεός, [[ναός]], παρεκκλήσι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευκ</i>-<i>τήριος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>ευχ</i>- ([[εύχομαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήριος</i>. Με σίγηση του προτονικού φωνήεντος και [[απλοποίηση]] του αρχικού συμφωνικού συμπλέγματος (<i>efktirios</i> &GT; <i>fktirios</i> &GT; <i>ktirios</i>) στη [[φράση]] [[ευκτήριος]] ([[οίκος]]) προέκυψε το [[κτήριο]] με [[σημασία]] «[[οικοδόμημα]]»].
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[εὐκτήριος]], -ία, -ον)<br /><b>1.</b> (για ναό) αυτός στον οποίο εκπέμπονται ευχές [[προς]] τον θεό, ο προορισμένος για [[προσευχή]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευκτήριο</i><br />[[μέρος]] όπου λατρεύεται ο Θεός, [[ναός]], παρεκκλήσι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευκ</i>-<i>τήριος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>ευχ</i>- ([[εύχομαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήριος</i>. Με σίγηση του προτονικού φωνήεντος και [[απλοποίηση]] του αρχικού συμφωνικού συμπλέγματος (<i>efktirios</i> > <i>fktirios</i> > <i>ktirios</i>) στη [[φράση]] [[ευκτήριος]] ([[οίκος]]) προέκυψε το [[κτήριο]] με [[σημασία]] «[[οικοδόμημα]]»].
}}
}}

Latest revision as of 15:15, 15 January 2019

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ εὐκτήριος, -ία, -ον)
1. (για ναό) αυτός στον οποίο εκπέμπονται ευχές προς τον θεό, ο προορισμένος για προσευχή
2. το ουδ. ως ουσ. το ευκτήριο
μέρος όπου λατρεύεται ο Θεός, ναός, παρεκκλήσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευκ-τήριος < ρίζα ευχ- (εύχομαι) + κατάλ. -τήριος. Με σίγηση του προτονικού φωνήεντος και απλοποίηση του αρχικού συμφωνικού συμπλέγματος (efktirios > fktirios > ktirios) στη φράση ευκτήριος (οίκος) προέκυψε το κτήριο με σημασία «οικοδόμημα»].