κυβιστής: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
(22) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυβιστής]], ὁ (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>πιθ.</b> [[κυβευτής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θαυματοποιός]], [[ταχυδακτυλουργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυβιστητήρ]], με συλλαβική [[ανομοίωση]] ([[απλολογία]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αμφιφορεύς]] | |mltxt=[[κυβιστής]], ὁ (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>πιθ.</b> [[κυβευτής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θαυματοποιός]], [[ταχυδακτυλουργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυβιστητήρ]], με συλλαβική [[ανομοίωση]] ([[απλολογία]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αμφιφορεύς]] > [[αμφορεύς]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:19, 15 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A = Κυβιστητής (tumbler), dub. in M.Bulard La relig. domestique dans la colonie ital. de Délos 482 (vase).
Greek Monolingual
κυβιστής, ὁ (AM)
μσν.
πιθ. κυβευτής
αρχ.
θαυματοποιός, ταχυδακτυλουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυβιστητήρ, με συλλαβική ανομοίωση (απλολογία), πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς].