θεοδικία: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
(16)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> η [[κρίση]] του θεού για την [[ενοχή]] ή την [[αθωότητα]] του κατηγορουμένου η οποία εκδηλώνεται με υπερφυσικά σημάδια<br /><b>2.</b> η [[δικαίωση]] του θεού για τη [[δημιουργία]] του κακού στον κόσμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>judicium dei</i> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δικία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>δικος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>δικος</i> &GT; <i>α</i>-<i>δικία φυγό</i>-<i>δικος</i> &GT; <i>φυγο</i>-<i>δικία</i>. Η λ. μαρτυρείτάι από το 1845 στον Κων. Α. Κουμανούδη].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> η [[κρίση]] του θεού για την [[ενοχή]] ή την [[αθωότητα]] του κατηγορουμένου η οποία εκδηλώνεται με υπερφυσικά σημάδια<br /><b>2.</b> η [[δικαίωση]] του θεού για τη [[δημιουργία]] του κακού στον κόσμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>judicium dei</i> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δικία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>δικος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>δικος</i> > <i>α</i>-<i>δικία φυγό</i>-<i>δικος</i> > <i>φυγο</i>-<i>δικία</i>. Η λ. μαρτυρείτάι από το 1845 στον Κων. Α. Κουμανούδη].
}}
}}

Revision as of 15:20, 15 January 2019

Greek Monolingual

η
1. η κρίση του θεού για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου η οποία εκδηλώνεται με υπερφυσικά σημάδια
2. η δικαίωση του θεού για τη δημιουργία του κακού στον κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. λατ. judicium dei < θεο- + -δικία (< -δικος < δίκη), πρβλ. ά-δικος > α-δικία φυγό-δικος > φυγο-δικία. Η λ. μαρτυρείτάι από το 1845 στον Κων. Α. Κουμανούδη].