ψευδός: Difference between revisions

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source
(47c)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />αυτός που δεν μπορεί να προφέρει σωστά ορισμένους φθόγγους, [[ιδίως]] το <i>ψ</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψευδής]], [[κατά]] τα δευτερόκλιτα επίθ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[ακριβής]] &GT; [[ακριβός]]). Το επίθ., αρχικά, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αυτόν που πρόφερε εσφαλμένα, όχι σωστά, ορισμένους φθόγγους και στη [[συνέχεια]] η λεκτική [[αδυναμία]] επικεντρώθηκε στο [[γράμμα]] -<i>ψ</i>-, πιθ. λόγω της ταυτότητάς του με το αρχικό [[σύμφωνο]] του τ. [[ψευδός]]].
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />αυτός που δεν μπορεί να προφέρει σωστά ορισμένους φθόγγους, [[ιδίως]] το <i>ψ</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψευδής]], [[κατά]] τα δευτερόκλιτα επίθ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[ακριβής]] > [[ακριβός]]). Το επίθ., αρχικά, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αυτόν που πρόφερε εσφαλμένα, όχι σωστά, ορισμένους φθόγγους και στη [[συνέχεια]] η λεκτική [[αδυναμία]] επικεντρώθηκε στο [[γράμμα]] -<i>ψ</i>-, πιθ. λόγω της ταυτότητάς του με το αρχικό [[σύμφωνο]] του τ. [[ψευδός]]].
}}
}}

Revision as of 15:23, 15 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που δεν μπορεί να προφέρει σωστά ορισμένους φθόγγους, ιδίως το ψ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδής, κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. (πρβλ. ακριβής > ακριβός). Το επίθ., αρχικά, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αυτόν που πρόφερε εσφαλμένα, όχι σωστά, ορισμένους φθόγγους και στη συνέχεια η λεκτική αδυναμία επικεντρώθηκε στο γράμμα -ψ-, πιθ. λόγω της ταυτότητάς του με το αρχικό σύμφωνο του τ. ψευδός].