εκπορεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(11)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ ἐκπορεύομαι, Α και [[ἐκπορεύω]])<br />[[προέρχομαι]], εκπηγάζω («τὸ Πνεῡμα τὸ Ἅγιον τὸ ἐκ τοῡ Πατρὸς ἐκπορευόμενον»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πορεύομαι]] έξω, [[βγαίνω]] έξω<br /><b>2.</b> [[ἐκπορεύω]]<br />[[βοηθώ]] κάποιον να βγει από [[κάπου]].
|mltxt=(ΑΜ ἐκπορεύομαι, Α και [[ἐκπορεύω]])<br />[[προέρχομαι]], εκπηγάζω («τὸ Πνεῡμα τὸ Ἅγιον τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πορεύομαι]] έξω, [[βγαίνω]] έξω<br /><b>2.</b> [[ἐκπορεύω]]<br />[[βοηθώ]] κάποιον να βγει από [[κάπου]].
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 15 February 2019

Greek Monolingual

(ΑΜ ἐκπορεύομαι, Α και ἐκπορεύω)
προέρχομαι, εκπηγάζω («τὸ Πνεῡμα τὸ Ἅγιον τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον»)
αρχ.
1. πορεύομαι έξω, βγαίνω έξω
2. ἐκπορεύω
βοηθώ κάποιον να βγει από κάπου.