επίφθεγμα: Difference between revisions
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
(14) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[ἐπίφθεγμα]]) [[επιφθέγγομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ειδικώς οι επιφωνηματικές εκφράσεις με τις οποίες ο [[άνθρωπος]] οδηγεί τα ζώα ή τά προσκαλεί [[κοντά]] του, π.χ. ψι ψι ψι, ντε ντε κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επωδός]], [[τσάκισμα]] («παιωνικὸν [[ἐπίφθεγμα]]», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> ό,τι λέγεται για [[επίπληξη]] («[[καθάπερ]] βακτηρίαν τινὰ τὸ [[ἐπίφθεγμα]] | |mltxt=το (Α [[ἐπίφθεγμα]]) [[επιφθέγγομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ειδικώς οι επιφωνηματικές εκφράσεις με τις οποίες ο [[άνθρωπος]] οδηγεί τα ζώα ή τά προσκαλεί [[κοντά]] του, π.χ. ψι ψι ψι, ντε ντε κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επωδός]], [[τσάκισμα]] («παιωνικὸν [[ἐπίφθεγμα]]», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> ό,τι λέγεται για [[επίπληξη]] («[[καθάπερ]] βακτηρίαν τινὰ τὸ [[ἐπίφθεγμα]] τοῦτο ὀρέγων», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>3.</b> [[επιφώνημα]] («κλητικὸν [[ἐπίφθεγμα]]», Απολλ. Δύσκ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:23, 15 February 2019
Greek Monolingual
το (Α ἐπίφθεγμα) επιφθέγγομαι
νεοελλ.
ειδικώς οι επιφωνηματικές εκφράσεις με τις οποίες ο άνθρωπος οδηγεί τα ζώα ή τά προσκαλεί κοντά του, π.χ. ψι ψι ψι, ντε ντε κ.λπ.
αρχ.
1. επωδός, τσάκισμα («παιωνικὸν ἐπίφθεγμα», Αθήν.)
2. ό,τι λέγεται για επίπληξη («καθάπερ βακτηρίαν τινὰ τὸ ἐπίφθεγμα τοῦτο ὀρέγων», Ιωάνν. Χρυσ.)
3. επιφώνημα («κλητικὸν ἐπίφθεγμα», Απολλ. Δύσκ.).